- ροντώ
- το ακλ. лит. , муз. рондо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροντέλ — και ροντέλο, το, Ν άκλ. μουσ. είδος ροντώ με 13 στίχους, μορφή που προτιμούσε ο Κάρολος τής Ορλεάνης και την ονόμασε σανσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. rondel «μικρός κύκλος»] … Dictionary of Greek
ροντό — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… … Dictionary of Greek